Τα Θασίτ’κα. Κυκλοφόρησε το 13ο τεύχος του διμηνιαίου περιοδικού «Θασίων γη»

Κυκλοφόρησε το 13ο τεύχος του διμηνιαίου περιοδικού  «Θασίων γη» με πλούσια ύλη και ειδησεογραφία. Θα το βρείτε σε επιλεγμένα καταστήματα της Θάσου ή αν επιθυμείτε μπορείτε να γίνετε συνδρομητής τηλεφωνώντας στο 6977946257. Από το καινούργιο τεύχος επιλέγουμε να σας παρουσιάσουμε τα Θασίτ’κα, χρονογράφημα του Εκδότη του Σωτήρη Γερακούδη:   

 

Τα Θασίτ’κα 

Τα ποιήματα κι οι διαλόγ’

Θασίων Γη

Τα χαλασμένα τα φαγιά πάντα ήταν μιγάλους μπιλάς. Δε μιλούμ’ για σήμιρα, αλλά για μπρουστά απού πουλλά χρόνια, όταν δεν είχι έρτ’ ακόμα του ψυγείου, αφού δεν είχι έρτ’ ούτι ου ιλικτρισμός. Τότι τα φαγιά τα βάζαν τσι ντλάπδις κι είχαν βγει κι τα φανάρια, σα κλουβιά μι σίτα, αλλά μιγάλ’ πουλυτέλεια για τα χρόνια ικείνα. Μέσα στου φανάρ’ του φαϊ αϊρίζουνταν κι δεν είχι φόβου απού μύγια. Του καλουκαίρ’ όμους μι ντ μπουλλή ντ ζέστα άμα μαγείριβις απού βραδίς, ζήτημα ήταν να βαστάξ’ του φαϊ πιο ύστιρα απ’ του ιπάβριου του μισμέρ’. Πουλλές φουρές στα χουράφια σταματούσαν την δλειά ντουν νουρίτιρα για να φάν’ για μισμέρ’, αλλά κι πάλι, πουλλές φουρές μόλις γέβουνταν του φαϊ ντουν, τότι καταλαβαίναν ότι ξύνσι κι πουμέναν νησκοί ουλμιργιά. Πουλλοί ξυπνούσαν νύχτα κι τρώγαν του φαϊ ντουν, γιατί ξέραν ότι μέχρι να ξημερώσ’ θα ξύνζι.

Αφιντικίνα, απ’ τς παλιοί τσι νκουκυροί, έβαλι τς ιργάτις να φάν’ για μισμέρ’ κατ’ ξυνσμένα φασούλια, αφού έρξι μπόλκου ξύδ’ για να μη ντου καταλάβιν. Ιφτυχώς οι αθρώπ’ δγήκαν ότι τα φασούλια αφρίζαν κι πουνηριφτήκαν. Μόλις τα γιφτήκαν του καταλάβαν κι τα πιτάξαν μι ντου τζέτζρ’ μέσα στα ρμάνια.

Τς πόλεις είχαν κι τς παγουνιέρις, αλλά δε τς είχαν ούλους ου κόσμους. Άσι που πουλλές νκουκυρές μιγαλουπιάνουνταν όταν τς φέρναν ντου μπάγου, σάμα κι ποιος ξέρ’ τι ήταν…

Ούλους ου φόβους για του ξύνσμα στα φαγιά πέρασι όντας βγήκαν τα ψυγεία. Πουλύ μιγάλ ιξυπηρέτησ’ για ντουν άθρουπου. Πάλι όμους ου κίνδυνους δε μπέρασι. Κι κι σήμιρα ακόμα ου διάουλους έχ’ πουλλά πουδάρια. Μα θα έν’ απού μύγια, θα έν’ απού διακουπή ρεύματους,  ούτι ψίλου στου γκόρφου σ’. Θέλ’ μάτια δικατέσσιρα, αλλά κι πάλι μην είσι σίγουρους.

Τι έφτιγι ντν άλλ’ φουρά απ’ έφαγι ου κόσμους κλουμπάν’ κι χέσκι ούλου του χουριό; Κανένας δεν έμαθι απού τι ήταν. Πουλλοί λεν ότι ου άγιους έστλει, λέει, τιμουρία, αλλά γίντιν τέτοια πράματα απ’ τς αγιοί;

Τι έφτιβι, Καθηρή Διφτέρα, ουλόκληρ’ παρέα διασκέδασι σι νταβέρνα μι ικλικτοί μιζέδις, κι μιγάλ’ κι μουρά πιδγιά τς πήγι ούλ’ ριπιτίν; Δε μπουρούσαν να πουρπατήσιν αμπ ντν ιξάντλησ’. Τς κουπήκαν τα ήπατα…

Θέλ’ μάτια δικατέσσιρα, αλλά κι πάλι δε ξέρς απού πού θα σ’ έρτ’ του κακό, γιατί ούλα  για ντουν άθρουπου έν’.

Ικείνα τα χρόνια ου κόσμους του λάδ’ του έβαζι μέσα στα κιούπια στου κατώι. Ίρχουνταν απ’ του ιργουστάσιου του φουρτηγό γιμάτου βαρέλια μι του μαξούλ’ τ’ κόσμ’. Κάθι βαρέλ’ ίσαμι 150 ουκάδις λάδ’, είχι κι του νούμιρου τ’. Άλλους είχι ένα βαρέλ’, ήξιρι του νούμιρου τ’ ου καθένας. Άλλους είχι δυό, άλλους παραπάν’. Σταματούσι του φουρτηγό όξου απ’ του σπίτ’ σ’. Πϊσου αμπ γκαρότσα ου φουρτηγατζής έβαζι καταή μια ρόδα απού φουρτηγό κι ικεί απάν’ έρχνι του βαρέλ’ για να κάν’ λίγου πλάφ. Απ’ του βαρέλ’ μι ντη ντρόμπα γιμώζαν γκαζουντινικέ γκαζουντινικέ κι του ματαγγίζαν στα κιούπια. Γέμουζι του κιούπ’ κι του σκιπάζαν μι ένα πανί κι απού πάν’ κι μι μια πλάκα

Παλιότιρα, όταν δλέβαν ακόμα οι λαδόμλ’, του κβανούσαν στου σπίτ’ μι τα μλάρια μι τα μπιτόνια  Είχι όμους κι μυλουνάδις αμπ δε μπαίρναν μλαράδις για του κβάνμα, γιατί του κβανούσαν οι αργάτις μι τα τουλούμια στου νκουκύρ’. Ίβλιπις τρεις τέσσιρς αργάτις στ’ σειρά μι του τουλούμ’ στουν ώμου, κάθουμαν κι τς χάζιβα, μκρέλους ιγώ, πλάκα είχαν. Μπαίναν μέσα στου κατώι κι ματαγγίζαν του λάδ’ μέσα στου κιούπ’.

Ιβλουγημένου αμπ  ντου Θιό ήταν του μαξούλ’, αλλά πήκαμ’ ότι ου διάουλους έχ’ πουλλά πουδάρια. Όπους ούλις οι γναίκις τ’ χουργιού, μια θεια ίβγαζι απ’ του κιουπ’ λάδ’ μι του κατσαρόλ’ κι γέμουζι του λαδουμπόκαλου για να πουρέψ’. Μια φουρά όμους ξέχασι, η καημέν’, του κιούπ’ ανοιχτό. Πήγι ου μπουτκός κι έπισι μέσα στου κιούπ’, του μουλβουμένου! Όταν ύστιρα απού τρεις τέσσιρς μέρις ξαναπήγι η θεια να βγάλ’ λάδ’, τότι είδι ότι είχι ξιχάσ’ να σκιπάσ’ του κιούπ’. Πόνισι η ψχή τς, αλλά του κακό είχι γίν’. Μόλις έβαλι να γιμώσ’ του κατσαρόλ’, γκουπ γκουπ, ίβρισκι  σι ένα σκληρό πράμα. Ήταν ου μπουτκός πνιμένους. Να! Ένας μπουτκέκους! Δε ντου πιτάξαν του λάδ’, αμαρτία θα ήταν. Αλλά σκιφτείτι. Ιπί έναν χρόνου βάζαν στου φαϊ κι στ’ σαλάτα μπουτκόλαδου!

Άντι, δε λέου άλλα,, γιατί θα σας έρτ’ ανιγούλα. Κι μένα μι φέρνει μια μπουλαντία…

Σωτήρης Γερακούδης