Τα Θασίτ’κα. Κυκλοφόρησε το 11ο τεύχος του διμηνιαίου περιοδικού «Θασίων γη»

Κυκλοφόρησε το 11ο τεύχος του διμηνιαίου περιοδικού  «Θασίων γη» με πλούσια ύλη και ειδησεογραφία. Θα το βρείτε σε επιλεγμένα καταστήματα της Θάσου ή αν επιθυμείτε μπορείτε να γίνετε συνδρομητής τηλεφωνώντας στο 6977946257. Από το καινούργιο τεύχος επιλέγουμε να σας παρουσιάσουμε τα Θασίτ’κα, χρονογράφημα του Εκδότη του Σωτήρη Γερακούδη:   

 

Τα Θασίτ’κα 

Τα ποιήματα κι οι διαλόγ’

Θασίων ΓηΑπ’ τα παλιά τα χρόνια στα σκουλειά γίνουνταν γιουρτές. Οι πιο σπουδαίις γιουρτές  ήταν οι παριλάσεις τς 25 Μαρτίου απ’ νκήσαμ’ τς Τούρκ’ κι τς 28 Ουκτουβρίου απ’ νκήσαμ’ τς Ιταλοί. Όσου για τς Βουργάρ’ ή τς Γιρμανοί, δεν είχαμ’ ούτι πάρι δώσι, ούτι γιουρτάζαμ’ τίπουτα. Ζ μπαρέλασ’, όσα πιδγιά είχαν φουστανέλις, ντύνουνταν τσουλιάδις. Τα κουρίτσα δε φουρούσαν θασίτκα φστάνια τς παριλάσεις. Τα φουρούσαν μουνάχα ντ γΚαθαρή Διφτέρα. Τς παριλάσεις τραγδούσαμ’ κι πατριουτικά τραγούδια. Η παρέλασ’ γίνουνταν ύστιρα αμπ ντ δουξουλουγία στουν ΑηΔμήτρη, όπους γίνιτι κι σήμιρα. Ούλου του μσουχώρ’ γέμουζι κόσμου κι τα χειρουκρουτήματα πέφταν βρουχή. Τα πιδγιά σταματούσαν μπρουστά ζ γΚοινότητα για να τα κιράσ’ ου πρόιδουρους του λουκούμ’. Αυτήν ήταν γιουρτή αμπ γίνουνταν σ’ ούλα τα χουργιά τς Θάσου κι τς Ιλλάδας.

Του απόγιμα, κι τς 25 Μαρτίου κι τς 28 Ουκτουβρίου, η γιουρτή συνεχίζουνταν στου σκουλειό μι διαλόγ’ κι ποιήματα. Αυτήν η γιουρτή, οι διαλόγ’ κι τα ποιήματα, ήταν ούλου καυκησά. Άκγις ποιήματα απ’ προυφουνιένταν ου μκρός μόλις μιγαλώσ’ να σφάξ’ όποιουν Τούρκου βρει μπρουστά τ’. Του ίδιου γίνουνταν κι μι τς διαλόγ’. Οι πιο πουλλοί διαλόγ’ είχαν μάχις μι τς Τούρκ’ κι ιμείς πάντα νκούσαμ’. Τς έγραφι ου κύριους Τάκης αυτές τς ιστουρίις. Ήταν πουλύ καλός τιχνίτς τς διαλόγ’ ου κύριους Τάκης. Ήταν τιτραπέρατους! Δε ντου ξέφυβγι Τούρκους. Για προυσέξτι λίγου κι σκιφτίτι καλά, μέχρι σήμιρα έχτι ακούσ’ πουτές Έλληνα να πεί «έχου έναν φίλου Τούρκου»; Αουπού κι ως πού φίλους ου Τούρκους; Αλλά κι κανένας Τούρκους, πιστέβου, δε γκαφκίσκι ότι έχ’ έναν φίλου Έλληνα. Ένα δυο ιλληνουτουρκικά συνοικέσια απ’ γίναν σ’ Μυτιλήν’ κι στ’ Ρόδου, ψίλους στου γκόρφου ντουν σ’ αυτά τα ζουβγάρια. Αλλά αυτό, άσκιτου…

Τσοι σκουλικές γιουρτές πάντα τς παρακουλουθούσαν οι ιπίσημ’ τ’ χουργιού. Τότι δε στέλνουνταν προυσκλήσεις. Οι ιπίσημ’, ου αστυνόμους, οι παπάδις, η ιπιτρουπή τς αγκλησάς, ου πρόιδουρους, οι δασικοί, οι αγρουφυλάκ’, τα τέα κι οι νκουκυροί τ’ χουργιού πιάναν θέσ’ μπρουστά μπρουστά, ούλου υφσάντου! Άμα κανένας απ’ αυτοίν είχι πιδί στου σκουλειό, πουλλές φουρές του πιδί τύχινι να λέει του ποίημα ξέψχα, πάσκιζι όσου μπουρούσι κι του μουρμούρζι όσου απ’ ακούγουνταν. Έ, μόλις του τιλείουνι, οι ιπίσημ’ του καταχειρουκρουτούσαν κι δίναν κι του μπαμπά τ’ συγχαρητήρια. Πλάκα είχαν…

Ιξόν απ’ τς ιθνικές γιουρτές γίνουνταν κι οι γυμναστικές ιπιδείξεις ντουν Ιούνιου απ’ θα κλείναν τα σκουλειά. Ου κύριους Τάκης έγραφι κι διαλόγ’ μι συνισθηματικό πιριιχόμινου. Σας λέου, ήταν διάουλους! Ιγώ είχα παίξ’ σι έναν διάλουγου αγαπητικός. Μιγάλους έρουτας! Πήγινα για γαμπρός, αλλά δε μι ήθιλι η μάνα τ’ κουρτσού. Στου τέλους ντν έσφαξα κι παντρέφκα του κουρίτς. Αυτό του έργου του είχι γράψ’ ατός τ’ ου κύριους Τάκης! Σας λέου, ήταν διάουλους!

Όταν μιγαλώσαμ’ λίγου, είχαμ’ πάει μι ντ μπαρέα μ’ στου σκουλειό να παρακουλουθήσουμ’ τς γυμναστικές ιπιδείξεις. Ιούνιους ήταν. Είχι κι ποιήματα. Καθήσαμ’ λοιπόν πέρα πέρα απάν’ σι μια πιζούλα κι βλέπαμ’. Τότι ιμφανίσκι στ’ σκηνή ένας μκρός, ούλ’ ντου ξέραμ’ κι ντου γκαμαρώναμ’. Ήταν ου Τακάρας! Βάλαμ’ ούλ’ τς φουνές: Τα-κά-ρας, Τα-κά-ρας! Δε σταματούσαμ’. Ου Τακάρας πιρίμινι να σταματήσουμ’ αλλά κάπουτι βαρέθκι κι μας έβαλι τς φουνές: «Άντι, ρε, σταματήστι τα παρασάλλακα να αρχίσου». Μόλις σταματήσαμ’ άρχισι ου Τακάρας. Του είπι ουραία του ποίημα ου Τακάρας, αλλά μουνάχα ιμείς ντου χειρουκρουτήσαμ’!

Σωτήρης Γερακούδης